κατανίπτης

κατανίπτης
κατανίπτης, ὁ (Α) [κατανίπτω]
(στην Αθήνα) ονομασία εκείνου που έπλενε τα κάτω μέρη τού πέπλου τής Πολιάδος Αθηνάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατανίπτης — washer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλυντήρια — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν της Πολιάδος Αθηνάς. Συνδεόταν αναπόσπαστα με τη γιορτή των Πλυντηρίων. Κατά τον λεξικογράφο Φώτιο, τελούσαν τη γιορτή στις 19 του μήνα Θαργηλιώνα (Μαΐου). Τα Κ. ήταν η προπαρασκευαστική γιορτή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”